Αν απουσιάζει από τη ζωή σας η οικειότητα και η ουσιαστική σύνδεση με τους άλλους, το πιθανότερο είναι ότι, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, απουσιάζει και η εμπιστοσύνη.

Μερικές φορές, η προοπτική να εμπιστευτούμε έναν άλλο άνθρωπο μοιάζει τόσο τρομακτική, που φαίνεται να προτιμούμε να μείνουμε μόνοι παρά να ρισκάρουμε μια προδοσία.

Και η στάση αυτή δεν έχει να κάνει με το ποιον έχουμε απέναντί μας.

Ακόμα και αξιόπιστους ανθρώπους να συναντήσουμε στο δρόμο μας, δεν υπάρχει τρόπος να πειστούμε ότι η αγάπη δεν θα μας πληγώσει.

ΕΝΑΣ «ΠΑΡΑΝΟΪΚΟΣ» ΤΡΟΠΟΣ ΣΧΕΤΙΖΕΣΘΑΙ

Το ότι ζούμε σε μια «παρανοϊκή» εποχή όπου κανένας δεν φαίνεται να εμπιστεύεται κανέναν και, ανά πάσα στιγμή, αισθανόμαστε ότι κάποιος κίνδυνος παραμονεύει, είναι μάλλον δεδομένο.

Η «παράνοια», εδώ, αναφέρεται σε μία κατάσταση ακραίας έλλειψης εμπιστοσύνης, με κεντρικό χαρακτηριστικό τη συνεχή αίσθηση ότι ο κόσμος δεν είναι ασφαλής και ότι οι περισσότεροι άνθρωποι είναι αναξιόπιστοι και εν δυνάμει «κακοί».

Πρόκειται μάλλον για μία καθημερινή «παράνοια» που δεν σχετίζεται απαραίτητα με κάποιου είδους ψυχοπαθολογία και η οποία φαίνεται να είναι τόσο κοινή και συνηθισμένη στο γενικό πληθυσμό, όσο το άγχος και η κατάθλιψη[1].

Ιδού, λοιπόν, οι συμπεριφορές που προκύπτουν όταν ο κύριος τρόπος μας να σχετιζόμαστε με τους άλλους είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης:

Το σχέδιο τους είναι η ανατροπή μου

Το κύριο χαρακτηριστικό της έντονης έλλειψης εμπιστοσύνης είναι η γενικευμένη καχυποψία και η συνεχής αγωνία ότι οι άλλοι θα μας παραπλανήσουν, εκμεταλλευτούν, απορρίψουν ή εγκαταλείψουν.

Χωρίς να έχουμε επαρκείς αποδείξεις, πιστεύουμε ότι οι άλλοι έχουν κρυφή ατζέντα κι ότι τα κίνητρά τους είναι ύποπτα. Τους αντιλαμβανόμαστε ως εχθρικούς ή ότι συνωμοτούν πίσω από την πλάτη μας με σκοπό να μας τη φέρουν – να μας χρησιμοποιήσουν και μετά να μας κάνουν στην άκρη.

Σπανίως προσλαμβάνουμε τα πράγματα ως έχουν. Για παράδειγμα, λαμβάνουμε ένα μήνυμα από κάποιον και αντί να μείνουμε στην κίνηση ή το περιεχόμενο του μηνύματος, αναρωτιόμαστε τι κρύβεται πίσω από αυτή την ενέργεια και ποιες είναι οι «πραγματικές» προθέσεις του αποστολέα.

Παρερμηνεύουμε ακόμα και τις φιλοφρονήσεις. Κάποιος μπορεί να σχολιάσει θετικά το καινούργιο ντύσιμο ή αυτοκίνητό μας και το παίρνουμε ως έμμεση επίκριση ή επίθεση στον καταναλωτισμό και την επιδειξιμανία μας.

Εν τέλει, η ζωή μας οργανώνεται γύρω από την αίσθηση ότι απειλούμαστε, ενώ το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου μας αναλώνεται στην προσπάθεια ανατροπής των υποτιθέμενων σχεδίων των άλλων να μας προκαλέσουν ντροπή και ταπείνωση[2].

Οι πληροφορίες που δίνω θα χρησιμοποιηθούν εναντίον μου

Ένας βασικός τρόπος διαχείρισης της δυσκολίας μας να εμπιστευτούμε, είναι η αρνητικότητα και αντίσταση απέναντι στην συναισθηματική έκφραση.

Μας φαίνεται πολύ μεγάλο ρίσκο να μοιραστούμε το πώς πραγματικά αισθανόμαστε και η αποκάλυψη προσωπικών σκέψεων, αναγκών ή επιθυμιών μάς προκαλεί υπερβολικό άγχος. Ο φόβος μας είναι ότι αν ανοιχτούμε στους άλλους, μοιραία θα πληγωθούμε και θα πονέσουμε.

Έτσι, προκειμένου να προστατευτούμε, κλεινόμαστε στον εαυτό μας και κρατάμε μυστικά ή παρουσιάζουμε διάφορα προσωπεία, με αποτέλεσμα να δίνουμε την εντύπωση ότι είμαστε «ψυχροί», εγκεφαλικοί και, σχεδόν, βλοσυροί. Ας πούμε, στην επικοινωνία μας με τους άλλους, χρησιμοποιούμε αφηρημένη γλώσσα και αποφεύγουμε τις ξεκάθαρες, άμεσες απαντήσεις στα ερωτήματα[3].

Επιπλέον, δεν έχουμε ιδιαίτερη αίσθηση του χιούμορ ή, αν έχουμε, αφορά μόνο τους άλλους. Όταν αφορά εμάς, για παράδειγμα αν κάποιος αστειευτεί μαζί μας, το παίρνουμε στα σοβαρά και νιώθουμε προσβεβλημένοι – πολύ απλά, δεν έχουμε τη δυνατότητα να γελάσουμε με τον εαυτό μας.

Τελικά, το αποτέλεσμα της απουσίας εμπιστοσύνης από τη ζωή μας, είναι να στερούμαστε οι ίδιοι και να στερούμε από τους άλλους, κάθε γνήσια και αυθόρμητη έκφραση της ανθρώπινης αλληλεπίδρασης.

Τι έκανες τελευταία για να κερδίσεις την εμπιστοσύνη μου;

Συχνά, ως αναπλήρωση της έλλειψης εμπιστοσύνης, ζητάμε διαρκή επιβεβαίωση από τους άλλους, αλλά το κάνουμε με τέτοια επιμονή που φτάνουμε να τους εξαντλούμε.

Είμαστε ικανοί να καταστρέψουμε μια συνάντηση ή ακόμα και μια σεξουαλική συνεύρεση, στην προσπάθειά μας να διερευνήσουμε και να ξεκαθαρίσουμε καθετί που σκέφτεται ο άλλος για εμάς.

Το ζητούμενο μας είναι η απόλυτη πίστη και αφοσίωση στη σκέψη και στις πράξεις των ανθρώπων με τους οποίους σχετιζόμαστε. Το σκεπτικό μας είναι όλα ή τίποτα: όποιος δεν είναι μαζί μας, είναι εναντίον μας. Η ενδιάμεση κατάσταση, δηλαδή το να αφήσουμε μισάνοιχτο παράθυρο σε ενδεχόμενη αποδοκιμασία, απόρριψη ή εγκατάλειψη, είναι κάτι που απλώς δεν αντέχουμε[4].

Τα διάφορα τεστ και οι δοκιμασίες στις οποίες υποβάλλουμε τους άλλους είναι τα μέσα που κυρίως χρησιμοποιούμε για να καλμάρουμε τη ζήλια ή την αγωνία μας για το πόσο γνήσιο ή «αγνό» είναι το ενδιαφέρον τους.

Όσες διαβεβαιώσεις και να πάρουμε όμως, κανένας δεν βγαίνει τελείως από τη λίστα των υπόπτων – ούτε καν οι πιο κοντινοί μας άνθρωποι. Η αναζήτηση «αποδείξεων» εναντίον τους συνεχίζεται αδιάκοπα και η υποψία ότι οι προθέσεις τους είναι μοχθηρές, δεν βγαίνει ποτέ από το μυαλό μας[5].

Έτσι, καταλήγουμε να στέλνουμε διπλά μηνύματα[6]. Ενώ, τα λόγια μας δηλώνουν την πίστη μας στην αγάπη των άλλων, οι πράξεις και η στάση μας προδίδουν ότι δεν παύουμε στιγμή να τους αμφισβητούμε.

Επιπλέον, είμαστε απρόβλεπτοι. Η διάθεσή μας εξαρτάται από την αντίληψη της εντιμότητας και αφοσίωσης των άλλων την κάθε στιγμή[7], πράγμα που σημαίνει ότι μπορούμε να είμαστε τρυφεροί με κάποιον το ένα λεπτό και το αμέσως επόμενο να πάρουμε φωτιά και να του επιτεθούμε.

Χώρια που κάποιες από τις επιθέσεις μας είναι προσχεδιασμένες δοκιμασίες. Δημιουργούμε σκηνή από το τίποτα και αν ο άλλος περάσει το τεστ, ηρεμούμε αμέσως. Αν, για κακή του τύχη, αποτύχει στο τεστ, μπορούμε να συνεχίσουμε να τσακωνόμαστε μαζί του μέχρι τελικής πτώσης[8].

Η καλύτερη προστασία είναι η δύναμη και ο έλεγχος

Σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις, η ανασφάλεια που προκαλεί η έλλειψη εμπιστοσύνης μάς οδηγεί στην ανάπτυξη ενός ανταγωνιστικού αντί συνεργατικού προσανατολισμού[9].

Με άλλα λόγια, δεν παίζουμε ομαδικό ή ισότιμο παιχνίδι. Έχουμε την αίσθηση ότι η άσκηση δύναμης πάνω στους άλλους θα μας κάνει να νιώσουμε ασφάλεια και γι’ αυτό δεν διστάζουμε να γίνουμε χειριστικοί, να δείξουμε έλλειψη σεβασμού για τα όρια τους και, ακόμα, σε ακραίες περιπτώσεις, να γίνουμε βίαιοι ή συναισθηματικά κακοποιητικοί[10].

Από την άλλη, πάλι με σκοπό να προστατευτούμε από το άγχος και τις ανησυχίες μας, αγωνιζόμαστε για τελειότητα και έλεγχο.

Η αίσθηση ότι ελέγχουμε τις καταστάσεις και ότι τα πράγματα είναι «τέλεια», δηλαδή «τακτοποιημένα» και προβλέψιμα, βοηθά στο να αποφεύγουμε τις δυσάρεστες «εκπλήξεις» και να ελαχιστοποιούμε την αβεβαιότητα.

Προφανώς, πρόκειται απλώς για ψευδαίσθηση ασφάλειας και σταθερότητας.

Οι απόπειρες ελέγχου, όπως και η άσκηση δύναμης, είναι μια μορφή ανελευθερίας στη σχέση. Όταν προσπαθούμε να ελέγξουμε αντί να σεβαστούμε και εμπιστευτούμε ο ένας τον άλλο, το μόνο που μπορούμε να οικοδομήσουμε είναι μια ψευδοεμπιστοσύνη η οποία είναι δημιούργημα του φόβου που εμφυσούμε στους άλλους.

Αυτό που φαίνεται να μην συνειδητοποιούμε είναι ότι, κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να εμπιστευτεί και, άρα να σεβαστεί και να σχετιστεί, με κάποιον που τον φοβίζει.

11116016075_6872cf6095

 

Μήπως είμαι το κέντρο του κόσμου;

Η εμμονή να ανακαλύψουμε τις «αληθινές» προθέσεις των άλλων για εμάς, όχι μόνο υποκρύπτει το λανθάνον μήνυμα ότι είμαστε σε θέση να «διαβάσουμε» το μυαλό τους και να καταλάβουμε ότι μας κρύβουν πράγματα, αλλά φανερώνει και την έντονη τάση μας να τα παίρνουμε όλα προσωπικά.

Πρόκειται για ολοφάνερη αίσθηση μεγαλείου φυσικά.

Έχουμε την εντύπωση ότι είμαστε το κέντρο (έστω της κακίας) του κόσμου και ότι ο κόσμος δεν έχει άλλη δουλειά από το να περιστρέφεται γύρω μας. Οτιδήποτε πει ή κάνει κάποιος νομίζουμε ότι έχει κάποια σχέση με εμάς. Μπορεί να οδηγηθούμε μέχρι και στο συμπέρασμα ότι οι άλλοι μας φθονούν και θέλουν να μας καταρρίψουν, επειδή είμαστε πολύ «καλοί» ή πολύ σημαντικοί.

Για παράδειγμα, ένας σερβιτόρος ξεχνά την παραγγελία μας και το ερμηνεύουμε ως απόδειξη ότι προσπαθεί να μας μειώσει. Ή, κάποιος παίρνει τη σειρά μας στο ταμείο και, αντί να σκεφτούμε ότι είναι αγενής ή αφηρημένος, το εκλαμβάνουμε ως προσωπική επίθεση.

Η ειρωνεία είναι ότι, οι φαντασιώσεις μεγαλομανίας και αυτοαναφοράς που τρέφουμε μας φορτώνουν με ενοχές. Νιώθουμε τεράστιο βάρος γιατί πιστεύουμε ότι είμαστε υπεύθυνοι για οτιδήποτε σκέφτονται ή αισθάνονται οι άλλοι – τόσο σπουδαίοι ή παντοδύναμοι νομίζουμε ότι είμαστε.

Για παράδειγμα, αν καθυστερήσουμε να παραδώσουμε μια εργασία, αποφεύγουμε να συναντήσουμε ή να χαιρετίσουμε τον αρμόδιο καθηγητή, σαν να είμαστε πεπεισμένοι ότι το μοναδικό πράγμα που τον απασχολεί είναι η δική μας αργοπορία και τα σχέδια που κάνει για να μας τιμωρήσει[11].

Τελικά, εγκλωβιζόμαστε ανάμεσα σε δύο εικόνες. Από τη μία, ο διαρκής φόβος και η υπερεπαγρύπνηση για κάθε πιθανό κίνδυνο και, από την άλλη, η διάχυτη αίσθηση μεγαλομανίας ότι τα πάντα αφορούν εμάς προσωπικά[12].

Καμία προσβολή δεν μένει ατιμώρητη

Η αντίδρασή μας στην απογοήτευση θυμίζει ξαφνικό θάνατο.

Στην παραμικρή προσβολή που θα αντιληφθούμε, είτε αληθινή είτε φανταστική, θυμώνουμε και αποκρινόμαστε με επιθετικό τρόπο και, συνήθως, τόσο γρήγορα που ο άλλος δεν προλαβαίνει να καταλάβει από πού του ήρθε.

Ερμηνεύουμε αθώα σχόλια ως υποτιμητικά και αντιλαμβανόμαστε φιλικές κινήσεις, που οι περισσότεροι δεν προσέχουν καν, ως χειριστικές ή κακόβουλες.

Μικρά «λάθη» των άλλων, όπως η έλλειψη ακρίβειας ή η παραβίαση οδηγιών, γίνονται αντιληπτά ως ένδειξη αφερεγγυότητας ή έλλειψης σεβασμού[13].

Μια ελάχιστη ανωμαλία ή αστοχία ή η αίσθηση ότι αδικηθήκαμε, είναι αρκετή για να καταστρέψει ανεπανόρθωτα και να τερματίσει μια σχέση είκοσι χρόνων. Με την ίδια ευκολία που σήμερα είμαστε φίλοι, μπορούμε αύριο να είμαστε εχθροί.

Στην ανάλυση των καταστάσεων που κάνουμε, χρησιμοποιούμε τη μέθοδο του συμψηφισμού, χωρίς να διαφοροποιούμε μεταξύ των διαφορετικής βαρύτητας των στρεσογόνων γεγονότων, κι έτσι ένα τηλέφωνο που δεν μας επέστρεψαν μπορεί να γίνει τόσο σοβαρή απόρριψη όσο και μια σχέση που διαλύεται[14].

Όπως είναι αναμενόμενο, έχουμε μεγάλη δυσκολία να συγχωρέσουμε τους άλλους για τις προσβολές που θεωρούμε ότι έχουμε υποστεί εξαιτίας τους.

Συνήθως κρατάμε μούτρα για πολύ καιρό και δεν δεχόμαστε απολογίες. Μέσα μας, ενδέχεται να εξετάζουμε την πιθανότητα να συγχωρήσουμε, αλλά μάλλον το κάνουμε με τον ίδιο ρυθμό που λιώνουν οι πάγοι[15].

Κάποιες φορές μάλιστα, φτάνουμε να μισούμε τους ανθρώπους που μας απογοητεύουν[16] και ζητάμε εκδίκηση.

Θεωρούμε ότι δικαιούμαστε αναπλήρωση για την κακομεταχείριση που υποστήκαμε, αλλά, ως συνήθως, η δυσφορία που νιώθουμε είναι δυσανάλογη σε σχέση με αυτό που όντως έχει συμβεί και η αναπλήρωση που απαιτούμε είναι υπερβολικά μεγάλη[17].

Για παράδειγμα, η δυσφορία που βιώνουμε εξαιτίας ενός χωρισμού, μπορεί να μας οδηγήσει στο να κάνουμε τη ζωή του πρώην συντρόφου μας δύσκολη, όχι τόσο λόγω του «πένθους» για την απώλεια, αλλά για τον αρνητικό αντίκτυπο που έχει η απώλεια επάνω μας – ο στόχος δεν είναι η επιστροφή του άλλου στη ζωή μας, είναι να πληρώσει γι’ αυτό που μας έκανε φεύγοντας[18].

Προφανώς, έχουμε μεγάλη ανάγκη να τιμωρήσουμε γιατί δυσκολευόμαστε να ξεπεράσουμε την αίσθηση ότι πληγωθήκαμε ή ακυρωθήκαμε.

Με το να τροφοδοτούμε συνεχώς το θυμό μας και να εκλογικεύουμε τις επιθετικές τάσεις μας με τη δικαιολογία ότι οι άλλοι είναι κάλπικοι ή άπιστοι, καταφέρνουμε να αισθανθούμε δικαιωμένοι και ασφαλείς έστω στη φαντασία μας.

Αυτό που αποτυγχάνουμε να καταφέρουμε, καθώς είμαστε τυφλωμένοι από φαντασιώσεις εκδίκησης, είναι να αντιμετωπίσουμε τα πραγματικά προβλήματα και να εξετάσουμε τη δική μας συμμετοχή σε αυτά.

Πώς γίνεται η κατάληξη να είναι πάντα η προδοσία;

Με μαθητική ακρίβεια, η απόμακρη, επιφυλακτική και εγωκεντρική στάση μας, προκαλεί δυσφορία στους ανθρώπους και τους εμποδίζει να μας συμπαθήσουν.

Με χίλιους δυο τρόπους, προβάλλουμε στους άλλους την καχυποψία μας και προσπαθούμε να κάνουμε τις προβολές μας να τους ταιριάξουν, δηλαδή τους προκαλούμε να συμπεριφερθούν ως αναξιόπιστοι[19].

Και εκείνοι, αργά ή γρήγορα, το κάνουν – αποκρίνονται εχθρικά, μας προδίδουν ή μας εγκαταλείπουν και έτσι μας «βοηθούν» να μετατρέψουμε την αρχική μας έλλειψη εμπιστοσύνης σε αυτοεκπληρούμενη προφητεία.

Το σύστημα πεποιθήσεων που δημιουργούμε είναι πλήρως αυτοσυντηρούμενο. Μας βάζει σε ένα φαύλο κύκλο όπου, μέσω παρερμηνειών των γεγονότων, επιβεβαιώνουμε τις αρχικές πεποιθήσεις μας ότι καλώς κάνουμε και δεν εμπιστευόμαστε, ενώ, συγχρόνως, αγνοούμε τη δική μας ευθύνη και όλα τα σημάδια που αντικρούουν αυτές τις πεποιθήσεις, επιτυγχάνοντας με αυτό τον διαστρεβλωμένο τρόπο να διατηρήσουμε τη συνεκτικότητα του εαυτού και του κόσμου μας.

Ακόμα και αν οι άλλοι δεν μας δώσουν καμία αφορμή ή λόγο να προκληθούμε, είμαστε ικανοί να δημιουργήσουμε μόνοι μας σενάρια που μας κάνουν να πάρουμε φωτιά, ικανοποιώντας έτσι τη διαφαινόμενη ανάγκη μας να βρισκόμαστε διαρκώς σε κατάσταση δυσφορίας[20].

Προφανώς, δεν αντέχουμε το άγχος της παθητικής αναμονής της αναπόφευκτης κακής αντιμετώπισης των άλλων. Το χαλάμε πρώτοι για να προλάβουμε το κακό.

βιβη φατουρου

ΤΟ ΤΙΜΗΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΕΙΨΗΣ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ

Μοναξιά

Η δυσκολία μας να εμπιστευτούμε, τις περισσότερες φορές, καταλήγει σε κοινωνική και συναισθηματική απόσυρση.

Επιλέγουμε την απομόνωση, όχι πάντα επειδή προτιμούμε τη μοναξιά, αλλά γιατί πιστεύουμε ότι είναι ο μόνος τρόπος να αποφύγουμε να γίνουμε αντικείμενο εκμετάλλευσης των άλλων[21].

Η αμφιθυμία μας απέναντι στους ανθρώπους, μας «αναγκάζει» να πηγαινοερχόμαστε ανάμεσα στο να αγαπούμε και να περιφρονούμε τους άλλους. Το ιστορικό μας περιλαμβάνει, συνήθως, μια σειρά από δραματικές και δυσλειτουργικές σχέσεις, είτε διαδοχικά είτε συγχρόνως, στις οποίες κυριαρχούν οι κύκλοι «προσέγγισης και αποφυγής»[22].

Επιλέγουμε «ασφαλείς» ανθρώπους που μπορούν μόνο περιστασιακά να ικανοποιήσουν την ανάγκη μας για οικειότητα ή με τους οποίους μπορούμε να σχετιστούμε επιφανειακά και εργαλειακά, εμποδίζοντας την αληθινή συνάντηση. Από την άλλη, χρησιμοποιούμε τη ψυχρότητα, τη σύγχυση ή τον πόνο για να κρατήσουμε σε απόσταση και να διώξουμε μακριά εκείνους που αντιλαμβανόμαστε ως απειλητικούς.

Φαίνεται να προτιμούμε να ζήσουμε στερημένοι από γνήσιο και αμοιβαίο συναίσθημα, παρά να εμπιστευτούμε τον εαυτό μας στα χέρια κάποιου άλλου. Είμαστε τόσο βέβαιοι ότι η στενή επαφή με κάποιον θα μας βλάψει, που δεν μπορούμε να επιτρέψουμε στον εαυτό μας να αισθανθεί ότι εξαρτάται από έναν άλλο άνθρωπο.

Φόβος

Ο τρόπος μας να υπάρχουμε στον κόσμο στερείται ευελιξίας.

Η κοσμοθεωρία μας έχει διαμορφωθεί γύρω από την αίσθηση του φόβου, της ανασφάλειας και της απειλής, κι αυτό μας κάνει άκαμπτους, κυνικούς, σκεπτικιστές και πεσιμιστές.

Παντού βλέπουμε την πιθανότητα αδικιών, εξαπατήσεων και επιθέσεων. Στον ορίζοντά μας προβλέπονται καταστροφές και το μέλλον προδιαγράφεται χειρότερο από το χθες.

Αποφεύγουμε να δοκιμάσουμε νέες εμπειρίες γιατί δεν έχουμε καμία προσδοκία για τη θετική τους έκβαση. Η χρόνια και μόνιμη απάντησή μας σε νέες καταστάσεις, προσκλήσεις ή προκλήσεις, είναι το «όχι»[23].

Ποτέ δεν ρισκάρουμε να αντικρίσουμε τον κόσμο με τα μάτια των άλλων. Είμαστε πεπεισμένοι ότι μόνο εμείς γνωρίζουμε τη μία και μοναδική «αλήθεια» και δεν μας περνάει από το μυαλό η ιδέα ότι η «αλήθεια» που κατέχουμε είναι απλώς η δική μας αλήθεια. Ούτε τολμούμε να διανοηθούμε ότι ο κόσμος που μοιραζόμαστε με τους άλλους είναι περισσότερο περίπλοκος από τον δικό μας ασπρόμαυρο, αυτοτροφοδοτούμενο και αυτοεπιβεβαιούμενο κόσμο.

Συναισθηματικά, η έλλειψη εμπιστοσύνης και η διαρκής ενασχόληση με το νόημα της συμπεριφοράς των άλλων, μας δημιουργεί μία μόνιμη αίσθηση δυσφορίας[24] και μας προκαλεί έντονο περιοδικό άγχος ή χρόνιο άγχος.

Ζούμε πικραμένοι, απογοητευμένοι και στρυφνοί. Γινόμαστε υπερευαίσθητοι στην κριτική των άλλων καθώς μας κάνει να αμφιβάλλουμε για την αξία μας, αλλά συγχρόνως είμαστε πολύ επικριτικοί μαζί τους. Στο τέλος, φτάνουμε να κατηγορούμε το παρελθόν μας και όλους τους ανθρώπους μέσα σε αυτό για τις τωρινές δυσκολίες μας[25].

ΤΟ ΠΑΡΑΔΟΞΟ ΤΗΣ ΕΛΛΕΙΨΗΣ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ

Η αλήθεια είναι ότι έχουμε αρκετή επίγνωση της δυσκολίας μας να εμπιστευτούμε[26].

Υπάρχουν στιγμές που αναγνωρίζουμε ότι οι σκέψεις και τα συναισθήματά μας είναι κάπως ασυντόνιστα, ότι κάνουμε πολλή φασαρία για το τίποτα, ότι είμαστε υπερβολικά μυγιάγγιχτοι και, συχνά, εκδικητικοί, ενώ δεν χρειάζεται.

Αλλά, συνήθως, αποτυγχάνουμε να αντιληφθούμε το πραγματικό μέγεθος των προβλημάτων που δημιουργεί στη ζωή μας η έλλειψη εμπιστοσύνης.

Το παράδοξο που μας διαφεύγει είναι ότι η έλλειψη εμπιστοσύνης που δείχνουμε, στην πραγματικότητα, είναι μια έκφραση εμπιστοσύνης από την ανάποδη – είναι μια έκφραση της βαθιάς πίστης μας ότι οι άλλοι δεν θα μπορέσουν να ικανοποιήσουν τις ανάγκες μας[27].

Αν η απόφαση να εμπιστευτούμε είναι ένα στοίχημα ότι τα πράγματα θα πάνε καλά, με έναν αντεστραμμένο τρόπο, η απόφαση να μην εμπιστευτούμε είναι ένα στοίχημα ότι τα πράγματα θα πάνε άσχημα.

Τελικά, φαίνεται να εμπιστευόμαστε και, μάλιστα, τυφλά την κακία των ανθρώπων και, όπως θα δούμε στο επόμενο άρθρο, έχουμε σημαντικούς λόγους που το κάνουμε.

ΒΙΒΗ ΦΑΤΟΥΡΟΥ

Ψυχολόγος & Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας
Διαβάστε περισσότερα στο Ψυχολογώ: http://www.vivifatourou.gr/2015/09/fovasai-na-empistefteis-gia-afto-pligoneis-kai-pligonesai.html